- υπόβαση
- [-ις (-εως)] η1) основание, фундамент; 2) площадь основания, фундамента
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπόβαση — η / ὑπόβασις, άσεως, ΝΜΑ [ὑποβαίνω] νεοελλ. η επιφάνεια την οποία καταλαμβάνει και στην οποία στηρίζεται ένα κτήριο ή μια μηχανή μσν. αίσθημα κατωτερότητας («ὁ δαίμων... ὑποβάλλει αὐτῷ καὶ λογισμοὺς μετὰ ὑποβάσεως», Αντίοχ. Μον.) μσν. αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
ὑποβάσῃ — ὑποβάσηι , ὑπόβασις going down fem dat sg (epic) ὑποβά̱σῃ , ὑποβαίνω stand under aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ὑποβά̱σῃ , ὑποβαίνω stand under aor subj act 3rd sg (doric) ὑποβά̱σῃ , ὑποβαίνω stand under fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόβασις — άσεως, ἡ, ΜΑ βλ. υπόβαση … Dictionary of Greek